- προστυγχάνω
- ΝΜΑ [τυγχάνω](η μτχ. αορ. β' ως ουσ.) προστυχών, -ούσα, -όν και προστυχών, -οῡσα, -όνο πρώτος άνθρωπος τον οποίο συναντά κανείς, ο πρώτος τυχαίος (α. «το ρεύμα παρέσυρε καθετί το προστυχόν» β. «ὁ προστυχῶν Φρύξ», Ηρώνδ.)αρχ.1. συναντώ κάποιον τυχαία, πέφτω πάνω σε κάποιον2. (με δοτ.) συναντώ κάποιον3. λαμβάνω μερίδιο από κάτι, επιτυγχάνω κάτι («ἐμοῡ κολαστοῡ προστυχών», Σοφ.)4. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) προστυγχάνων, -ουσα, -ονο προστυχών5. (η μτχ. ουδ. τού αορ. β' ως ουσ.) τὸ προστυχόντο τυχαίο6. φρ. α) «τὰ προστυχόντα ξένια» — τα παρατιθέμενα σε φιλοξενούμενο εδέσματαβ) «τὸ προστυχὸν ἑκάστοτε» — αυτό που εμφανίζεται, που προκύπτει τυχαίαγ) «ἐκ τοῡ προστυχόντος» — τυχαία, κατά σύμπτωσηδ) «κατὰ τὸ προστυχόν» — πρόχειρα.
Dictionary of Greek. 2013.